Κάθε φιάλη , μία εξομολόγηση η χρόνου

Château Cos d’Estournel 97’Saint-Estèphe,Bordeaux

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ένα κρασί δεν χρειάζεται φωνές για να σε κερδίσει· απλώς ανοίγει, ανασαίνει, και αφήνει τη σιωπή να μιλήσει για λογαριασμό του.

Το Château Cos d’Estournel 1997 ήταν ακριβώς έτσι — διακριτικό, ώριμο, με μια ήρεμη αυτοπεποίθηση που μόνο τα μεγάλα Saint-Estèphe αποκτούν μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες ζωής.

Το κρασί δοκιμάστηκε από πελάτη μας σε ένα μικρό, αυθεντικό γαλλικό εστιατόριο στο Κολωνάκι, όπου το φως ήταν χαμηλό, η μουσική απαλή και η ατμόσφαιρα θυμίζε τις παλιές παρισινές μπρασερί. Το μπουκάλι άνοιξε αργά, με προσοχή· ο φελλός βγήκε ανέπαφος, με τη χαρακτηριστική, βελούδινη υφή που μόνο τα μεγάλα Bordeaux αποκτούν όταν έχουν αποθηκευτεί σωστά.

Στο ποτήρι, το χρώμα ήταν βαθύ ρουμπινί με ελαφρές κεραμιδί ανταύγειες στο χείλος — ένα σημάδι ωρίμανσης, αλλά και υπόσχεση βάθους. Τα πρώτα αρώματα έφεραν νότες από αποξηραμένο δαμάσκηνο, μαύρο κεράσι και ώριμο cassis, με φόντο γήινα στοιχεία — καπνό, δέρμα και ξύλο καστανιάς. Με λίγη ώρα στο ποτήρι, ξεδιπλώθηκαν πιο ευγενικά στρώματα: κέδρος, γλυκό πιπέρι, και μια νότα βανίλιας που θύμιζε τα παλαιά βαρέλια του Cos.

Στο στόμα, η ισορροπία ήταν υποδειγματική: οι τανίνες έχουν πλέον μαλακώσει, προσφέροντας μεταξένια αίσθηση· η οξύτητα διατηρεί τη δομή ζωντανή· και το φρούτο, αν και ώριμο, κρατά μια αξιοπρόσεκτη φρεσκάδα. Η επίγευση μακρά, ευγενική, με γήινες αποχρώσεις και μια ανεπαίσθητη αλμύρα — χαρακτηριστικό των παλιών αμπελώνων του Saint-Estèphe κοντά στον ποταμό Gironde.

Ο πελάτης μας το συνόδευσε με φιλέτο μοσχαριού Rossini με foie gras, και η σύζευξη ήταν αρμονική· το κρασί «αγκάλιασε» τη λιπαρότητα του πιάτου χωρίς να την υπερκαλύψει, αφήνοντας ένα τελείωμα που θύμιζε μαύρη τρούφα και παλαιωμένο κακάο.

Στο τέλος του δείπνου, το τραπέζι είχε μείνει ήσυχο· τα ποτήρια ήταν σχεδόν άδεια· και το μπουκάλι —ένα Cos d’Estournel του 1997— είχε επιτελέσει αυτό που λίγα κρασιά μπορούν να κάνουν: να δημιουργήσει μια στιγμή μνήμης.

Cos d' Estournel

Μια βραδιά που απέδειξε πως τα «διακριτικά» κρασιά

μπορούν να κλέψουν τη σκηνή.

Το Château Caronne Sainte-Gemme 1983, άνοιξε σε εστιατόριο της Κηφισιάς, σε περιβάλλον open bar, συνοδεύοντας ένα εξαιρετικά εκτελεσμένο μοσχάρι Chateaubriand.

Στο χρώμα, βαθύ ρουμπινί με διακριτικές κεχριμπαρέ ανταύγειες. Στη μύτη, μαύρα φρούτα, καπνός, κέδρος, γλυκόριζα, φλοιός δρυός και μια αίσθηση βρεγμένου χώματος. Ένα bouquet που σε παρασύρει σε παλιότερες εποχές του Bordeaux.

Στο στόμα, μεσαίο προς γεμάτο σώμα, με μεταξένιες τανίνες και γλυκό ώριμο φρούτο. Η δομή του Cabernet Sauvignon και η απαλότητα της Merlot βρίσκουν τέλεια ισορροπία, ενώ η επίγευση θυμίζει κακάο, καπνό και παλαιωμένο βύσσινο.

Το pairing με το μοσχάρι Chateaubriand ήταν υποδειγματικό: το κρασί «αγκάλιασε» τη γλυκύτητα του κρέατος και το ψήσιμο, αφήνοντας επίγευση που κράτησε λεπτά. Μια σύζευξη δύναμης και λεπτότητας, όπως μόνο τα ώριμα Haut-Médoc μπορούν να προσφέρουν.

Εντύπωση πελάτη

«Ένα κρασί που ξύπνησε αναμνήσεις. Η απλότητά του έγινε πολυτέλεια δίπλα στο Chateaubriand. Δεν εντυπωσίασε με ένταση, αλλά με ψυχή. Η επίγευση έμεινε στο στόμα όσο και οι ιστορίες στο τραπέζι.»

A table setting in a restaurant with several wine glasses, a bottle of red wine, a lit red candle in a glass holder, and a wine decanter. In the background, there are people dining and a framed picture on the wall.

Château Caronne Ste-Gemme 1983

Chateau Caronne
A partially filled carafe of red wine and a wine bottle labeled 1994 Château Talbot on a table in a restaurant setting.

Château Talbot 1994

“Είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω το Château Talbot 1994 σε ένα εκλεκτικό κατάστημα στο Ψυχικό — και ήταν μια εμπειρία που ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Το κρασί, με τριάντα χρόνια σχεδόν ζωής, άνοιξε αργά και με αξιοπρέπεια· το χρώμα του βαθύ ρουμπινί με ήπιες ανταύγειες κεραμιδιού, δείγμα της ωριμότητάς του.

Στη μύτη, αποκαλύφθηκαν διαδοχικά αρώματα από αποξηραμένα φρούτα, δέρμα, φύλλο καπνού και νότες κέδρου — η χαρακτηριστική “υπογραφή” του Saint-Julien.

Στο στόμα, η υφή του ήταν βελούδινη, με ισορροπία και δύναμη που σπάνια συναντά κανείς σε εσοδεία της δεκαετίας του ’90.

Το τελείωμα, μακρύ και συγκρατημένα γήινο, άφησε μια εντύπωση καθαρής κλασικότητας — η ουσία του Bordeaux σε ένα ποτήρι.

Ένα κρασί που δεν επιδεικνύεται· απλώς υπενθυμίζει τι σημαίνει παράδοση.”

Chateau Talbot
A bottle of red wine labeled Château Grand-Puy Lacoste Saint Guirons Pauillac from 1980, a glass filled with red wine, a decanter with wine, and a bowl of bread with seeds, on a table decorated with a Christmas tree in the background.

Château Grand-Puy-Lacoste 1980, Pauillac

Wine Experience —

Ένα βράδυ στο Il Salumaio, ανάμεσα στα φώτα και στα αρώματα του παλιού ιταλικού μπιστρό, άνοιξε μια φιάλη που έμοιαζε να κουβαλά μαζί της τον χρόνο — το Château Grand-Puy-Lacoste 1980.
Ο πελάτης που τη δοκίμασε την περιέγραψε ως «ένα κομμάτι ιστορίας μέσα στο ποτήρι». Το κρασί βγήκε ήσυχο, με βαθύ κεραμιδί χρώμα και λεπτές ανταύγειες κεχριμπαριού. Στη μύτη, αρώματα από δέρμα, φύλλο καπνού, τρούφα και αποξηραμένο δαμάσκηνο. Στο στόμα, μια αρμονική γήινη υφή — μακριά από τη φρουτώδη έκρηξη των νεότερων εσοδειών, αλλά με σοβαρότητα και παλαιωμένη ευγένεια.

Ο ίδιος σημείωσε πως “κάθε γουλιά έμοιαζε με παλιό γράμμα που ανοίγεις προσεκτικά — με άρωμα από χαρτί, κερί και χρόνο”. Η φιάλη άντεξε στο χρόνο περισσότερο απ’ όσο περίμενε κανείς από τη δύσκολη χρονιά του ’80· ένα Bordeaux με χαμηλόφωνη δύναμη, που βρήκε τον ιδανικό του χώρο στο τραπέζι, δίπλα σε carpaccio, παλαιωμένο prosciutto.

Ένα κρασί που δεν εντυπωσιάζει με όγκο — αλλά συγκινεί με μνήμη.
Σαν να έμεινε στο ποτήρι του λίγο από το φως της δεκαετίας

Grand Puy Lacoste